μεφιστοφελικός

μεφιστοφελικός
-ή, -ό
ο σχετικός με το Μεφιστοφελή (ονομασία του διαβόλου στο έργο «Φάουστ» του Γκαίτε), σατανικός, διαβολικός: Μεφιστοφελική πονηριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεφιστοφελικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Μεφιστοφελή, στο πρόσωπο τού διαβόλου που αναφέρεται στον Φάουστ τού Γκαίτε 2. σατανικός, διαβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mephistophelique < Μephistopheles, όν. τού διαβόλου στον Φάουστ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”