- μεφιστοφελικός
- -ή, -όο σχετικός με το Μεφιστοφελή (ονομασία του διαβόλου στο έργο «Φάουστ» του Γκαίτε), σατανικός, διαβολικός: Μεφιστοφελική πονηριά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.